ΕΝΔΟΜΗΤΡΙΩΣΗ

Κύρια σημεία
  • Η ενδομητρίωση συμβαίνει όταν ομάδες κυττάρων που φυσιολογικά βρίσκονται περιορισμένες στην εσωτερική επικάλυψη της κοιλότητας της μήτρας («το ενδομήτριο») εμφανίζονται κι αλλού και συνηθέστερα έξω από την μήτρα, στις ωοθήκες και στις σάλπιγγες.
  • Η ενδομητρίωση είναι μια χρόνια κατάσταση που μπορεί να επηρεάσει την ποιότητα ζωής αλλοιώνοντας την φυσική, σεξουαλική, ψυχολογική και κοινωνική ταυτότητα της γυναίκας.
ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ
  • η δυσμηνόρροια: κοιλιακός πόνος και κράμπες πριν, κατά και μετά την περίοδο
  • η δυσπαρευνία: πόνος κατά τη διάρκεια ή και μετά την σεξουαλική επαφή,
  • η υπογονιμότητα: μία από τις συχνότερες αιτίες ίσως και λόγω της αύξησης της μέσης ηλικίας τεκνοποίησης.
  • η σημαντική κολπική αιμορραγία:  συχνά υπό μορφή «βαριάς» περιόδου ή και με επεισόδια αιμορραγίας μεταξύ των περιόδων.
  • πόνος κατά την  αφόδευση ή την ούρηση:  στην περίοδο που μπορεί να συνοδεύονται κι από άλλα συμπτώματα όπως διάρροια, ναυτία,  μετεωρισμό.
ΑΙΤΙΑ
  • Ανάστροφη εμμηνορρυσία: αίμα και κύτταρα από το ενδομήτριο, κατά την περίοδο, μέσω των σαλπίγγων διαρρέουν προς τα μέσα κι ακολούθως εμφυτεύονται στο περιτόναιο (την εσωτερική επικάλυψη της κοιλιάς και των σπλάχνων).
  • Μετάλλαξη των κυττάρων του περιτοναίου: υπό την επίδραση ορμονών και ανοσολογικών παραγόντων κάποια από τα κύτταρα του περιτοναίου μετατρέπονται σε ενδομητρικά κύτταρα.
  • Μετατροπή εμβρυϊκών κυττάρων: ίσως κατά την εμμηναρχή, την πρώτη περίοδο, δηλαδή, στην ηλικία των 10-13 χρόνων, τα οιστρογόνα μετατρέπουν κάποια κύτταρα που βρίσκονται ακόμη σε πρώιμη φάση εξειδίκευσης, σε κύτταρα που μοιάζουν με αυτά του ενδομητρίου.
  • Μετανάστευση ενδομητρικών κυττάρων: μέσω των αγγείων της περιοχής κύτταρα του ενδομήτριου μεταφέρονται μακριά από τη φυσική τους θέση.
  • Διαταραχές του ανοσοποιητικού: αδυναμία του αμυντικού συστήματος του οργανισμού να αναγνωρίσει και να καταστρέψει ενδομητρικά κύτταρα που μεταναστεύουν μακριά από τη μήτρα.
  • Εμφύτευση σε χειρουργική ουλή: μετά από μια υστερεκτομή ή καισαρική τομή ενδομητρικά κύτταρα προσκολλώνται πάνω στο γειτονικό τους τραύμα.
ΠΡΟΔΙΑΘΕΣΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
  • Ατοκία
  • Πρώιμη εμμηνορρυσία
  • Εμμηνόπαυση σε μεγαλύτερη ηλικία
  • Συχνομηνόρροια (κύκλοι μικρότεροι των 27 ημερών)
  • Μηνορραγία («βαριές» περίοδοι που κρατούν περισσότερο από 7 ημέρες)
  • Μικρός δείκτης μάζας σώματος (ΒΜΙ)
  • Οικογενειακό ιστορικό
  • Διαταραχές της ανατομίας του αναπαραγωγικού συστήματος που εμποδίζουν την ομαλή ροή του αίματος της περιόδου

Η διάγνωση της δεν είναι πάντα εύκολη και η μόνη αξιόπιστη διαγνωστική μέθοδος είναι η λαπαροσκόπηση.

 

Η αντιμετώπισή της έγκειται στη χορήγηση φαρμάκων για τον πόνο, την ορμονική αγωγή και τη χειρουργική εξάλειψη των εστιών.

Αναλυτικότερα

Η ενδομητρίωση προσβάλλει γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας με συχνότητα 1 στις 10. Είναι εξαιρετικά σπάνιο να εμφανιστεί σε εμμηνοπαυσιακές γυναίκες λόγω του ότι χρειάζονται οιστρογόνα για να αναπτυχθεί κάτι που λείπει όταν αδρανούν πλέον οι ωοθήκες, όπως και είναι ασύνηθες να εμφανιστεί πριν την ηλικία των 20. Η συνηθέστερη  ηλικία εμφάνισης στη ζωή μιας γυναίκας είναι η δεκαετία των 30-40 και είναι πιο πιθανόν να εμφανιστεί αν το είχε η μητέρα ή το έχει η αδερφή.

 

Στις μέρες μας θεωρείται πως είναι πολυπαραγοντικοί οι λόγοι εμφάνισης της νόσου, όπως γενετικοί, ανοσολογικοί και ενδοκρινολογικοί. Προδιαθεσικοί παράγοντες είναι η πρώιμη έναρξη της έμμηνης ρύσης στη ζωή μιας γυναίκας ή η καθυστερημένη εμμηνόπαυση, η κυοφορία σε μεγάλη αναπαραγωγική ηλικία, οι “κοντοί” κύκλοι (συχνομηνόρροια) ή η παρατεταμένες περίοδοι (μηνορραγία). Αντίθετα, η πολυτοκία και η χρήση αντισυλληπτικών χαπιών φαίνεται πως έχουν κάποιο προστατευτικό ρόλο.

 

Τα συχνότερα συμπτώματά της είναι δυσμηνόρροια, δυσπαρευνία, πόνος στην πύελο (χαμηλά στη λεκάνη), κοιλιακός πόνος που να συσχετίζεται με τις συνήθειες και κινήσεις του εντέρου ή με την ουροδόχο κύστη, όπως δυσχεζία και δυσουρία. Ο πόνος μπορεί να αντανακλάται στην οσφύ και στη ρίζα των μηρών καθώς και να συνοδεύεται από κόπωση. Εν τούτοις, κάποιες γυναίκες μπορεί να μην έχουν κανένα σύμπτωμα και να ανακαλύψουν πως έχουν εστίες ενδομητρίωσης στη λαπαροσκόπηση που κάνουν στα πλαίσια διερεύνησης υπογονιμότητας. Από την άλλη, κάποιες πιο άτυχες μπορεί να ταλαιπωρούνται από συνεχή και καθημερινό πόνο, και όχι μόνο στο σεξ ή στην περίοδο. Στο 50% των περιπτώσεων ο πόνος θα περιοριστεί εξαιρετικά ή και θα υποχωρήσει για 2-5 χρόνια μετά από εγκυμοσύνη ή και μετά από χειρουργείο αν χρειαστεί να καταφύγει κανείς σε αυτό για την αντιμετώπιση του.  

 

Ο τρόπος με τον οποίον η ενδομητρίωση προσβάλει την κοιλιά και την πύελο με μια πιο απλουστευμένη διατύπωση είναι η εμφάνιση εστιών που μοιάζουν, συνηθέστερα, με κόκκους μαύρου ή και κόκκινου πιπεριού ή με εκδορές και αναπτύσσονται στην εξωτερική επιφάνεια της μήτρας, στις ωοθήκες, πάνω στο έντερο, την κύστη ή και το εσωτερικό τοίχωμα της κοιλιάς, σε πτυχές και σε θυλάκους της εσωτερικής επένδυσης της κοιλιάς, κάνοντας πολλές φορές όλα αυτά τα όργανα να κολλούν μεταξύ τους, αυτό που ονομάζουμε δημιουργία συμφύσεων. Επειδή πρόκειται ουσιαστικά για συσσωρεύσεις κυττάρων όμοιων με τα κύτταρα της ενδομητρικής κοιλότητας, οι εστίες αυτές “υπακούουν” όπως και το υπόλοιπο ενδομήτριο στις μηνιαίες εντολές των οιστρογόνων να ξεκινήσει η περίοδος, με αποτέλεσμα να “ματώνουν” κι αυτές όπως η μήτρα κάθε μήνα. Οι σταγόνες του αίματος που στάζουν μέσα στην κοιλιά είναι η αιτία του πόνου στην περίοδο, ενώ οι εστίες αυτές παραμένουν για πολύ καιρό ως ανοικτές πληγές και είναι η αιτία του πόνου στην επαφή. Αν μάλιστα εμφανιστούν στις ωοθήκες τότε με τον καιρό, το αίμα εγκλωβίζεται σε κύστεις που με τον καιρό παίρνει μια καφεοειδή χροιά, και περιγράφονται ως “σοκολατοειδείς κύστεις”. Όταν εστίες ενδομητρίωσης αναπτυχθούν μέσα στην μυική μάζα της μήτρας, τότε ονομάζεται “αδενομύωση”.

 

Επειδή τα συμπτώματα, ακόμη κι αν είναι θορυβώδη, μπορεί να συνοδεύουν κι άλλες καταστάσεις, η λεπτομερής λήψη ιστορικού και η προσεκτική κλινική εξέταση από πλευράς του ιατρού είναι σημαντικά για να θέσει κανείς την υποψία για την ύπαρξη της νόσου. Υπερηχογραφικά ευρήματα κύστεων ωοθηκών με πυκνό περιεχόμενο συνηγορούν υπέρ της διάγνωσης. Η επιβεβαίωση, ‘όμως΄, της ύπαρξης εστιών ενδομητρίωσης γίνεται μόνο με την λαπαροσκόπηση, «δια γυμνού οφθαλμού».

 

Η αντιμετώπιση της ενδομητρίωσης είναι κατά βάση εξατομικευμένη, ανάλογα με την σοβαρότητα των συμπτωμάτων και τον βαθμό αλλοίωσης της ποιότητας ζωής, την ανάγκη για τεκνοποίηση, το ιδιαίτερο ατομικό και γυναικολογικό ιστορικό και την επιθυμία της γυναίκας. Η φαρμακευτική αγωγή συνήθως στοχεύει στην ανακούφιση από τον πόνο, τον περιορισμό της έκτασης της νόσου προεγχειρητικά ή και την καθυστέρηση επανεμφάνισής της μετά από χειρουργείο. Μπορεί να χορηγείται από το στόμα, ή ως ενέσιμη, ή ως υπό μορφή διαποτισμένου “σπιράλ” ή ως υποδόριο εμφύτευμα. Η επιλογή καθορίζεται από κοινού μεταξύ ασθενούς και ιατρού ανάλογα με τους στόχους και τους περιορισμούς στην κάθε περίπτωση. Η νόσος θεωρείται πως αντιμετωπίζεται αποτελεσματικότερα με χειρουργικό τρόπο γιατί έτσι μειώνεται σημαντικά και για μεγάλο χρονικό διάστημα η έκτασής της και αυξάνεται σημαντικά η πιθανότητα της εκρίζωσής της. Η δυνατότητα ταυτόχρονης διάγνωσης και θεραπείας είναι που καθιστούν τη λαπαροσκόπηση ως το σύγχρονο χρυσό κανόνα στη χειρουργική αντιμετώπιση της ενδομητρίωσης και αποσκοπεί στη θερμική καταστροφή-εξάχνωση των εστιών, εξαίρεση των σοκολατοειδών κύστεων, λύση των συμφύσεων και απονεύρωση της περιοχής. Στις πολύ σοβαρές καταστάσεις και, ιδιαίτερα, όταν η γυναίκα έχει ολοκληρώσει την οικογένειά της και προσεγγίζει το τέλος της αναπαραγωγικής της ζωής, ως ύστατη λύση, θα μπορούσε κάποιος να καταφύγει στην αφαίρεση της μήτρας και των ωοθηκών.

 

Η ενδομητρίωση συχνά εμπλέκεται με την γυναικεία υπογονιμότητα, είτε λόγω της φλεγμονώδους φύσης της είτε λόγω της μηχανικής απόφραξης που δημιουργεί στις σάλπιγγες και καταστροφή της λειτουργικότητάς της. Η λαπαροσκοπική αντιμετώπισή της αυξάνει σημαντικά τις δυνατότητες σύλληψης, είτε με φυσικό τρόπο, είτε με υποβοήθηση, όπως με IVF.

 

Πρόσφατες έρευνες συσχετίζουν την ενδομητρίωση με συγκεκριμένων ιστολογικών τύπων καρκίνους των ωοθηκών. Κάποιες άλλες με καρκίνο του μαστού, με αυτοάνοσες ή και ατοπικές διαταραχές όπως και φλεγμονώδη νόσο του εντέρου. Εν τούτοις, χρειάζονται ακόμη μεγαλύτερες μελέτες για να παγιωθούν με βεβαιότητα τέτοιου είδους συσχετίσεις.

 

Η πρόγνωση της νόσου έχει κυρίως τον χαρακτήρα της υποτροπιάζουσας κατάστασης. Από τη στιγμή της εμφάνισης των βλαβών και μέσα σε διάστημα 6-12 μηνών, το ⅓ των περιπτώσεων θα υποχωρήσουν, το ⅓ θα χειροτερέψουν και το υπόλοιπο ⅓ θα παραμείνουν αμετάβλητες. Από τις ασθενείς που αντιμετωπίστηκαν, το 20% εντός 2ετίας και το 40-50% εντός 5ετίας, θα υποτροπιάσουν και θα χρειαστούν περαιτέρω αντιμετώπιση.

Scroll to Top